-
1 καινο υργός
καινο υργός, = καινουργής; τὸ καινουργὸν καὶ μὴ πρός τι ἄλλο ἀρχέτυπον μεμιμημένον Luc. Prom. 3. – Auch = Neues hervorbringend, πόλεμος Hel. 9, 5.
-
2 καινο υργός
1 καινο υργός
καινο υργός, = καινουργής; τὸ καινουργὸν καὶ μὴ πρός τι ἄλλο ἀρχέτυπον μεμιμημένον Luc. Prom. 3. – Auch = Neues hervorbringend, πόλεμος Hel. 9, 5.
2 καινο υργός